διάβολος

διάβολος
I
Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και ταυτίζεται με το εβραϊκό σατάν (πειραστής, αντικείμενος). Στην Παλαιά Διαθήκη ο δ. έχει αρχικά το έργο του κατήγορου στη θεία αυλή και αποδίδει κατηγορίες σε κάθε ύποπτο στοιχείο. Η πρώτη του εμφάνιση ως πειρασμού μνημονεύεται στο βιβλίο των Βασιλειών (11 24 1, κ. εξ.) όπου ο δ. παρακινεί τον Δαβίδ κατά του Θεού. Η εξέλιξη αυτή έγινε προφανώς κατά την περσικομακεδονική εποχή και ίσως πρέπει να αποδοθεί σε επίδραση του ιρανικού δυϊσμού.
Στην Καινή Διαθήκη έχει διάφορες ονομασίες: κατήγορος, πλούσιος, πατέρας του ψεύδους, ανθρωποκτόνος, εχθρός, πειρασμός, άρχοντας του κόσμου τούτου, θεός του αιώνα τούτου, άρχοντας της εξουσίας του αέρα, δράκοντας, όφις. Η ταύτιση του δ. με τον σατανά επικράτησε έως την εποχή της διάδοσης του χριστιανισμού, οπότε η λέξη σατανάς αντικαταστάθηκε από τη λέξη δ., όταν την απηύθυνε κανείς στους εθνικούς.
Η βασική ιδέα της Καινής Διαθήκης για τον δ. συνοψίζεται στην αντίθεση μεταξύ εκείνου και του Θεού: «άρχων του κόσμου τούτου», κυριαρχεί κυρίως πάνω στους ανθρώπους. Παράδειγμα αυτής της αντίθεσης είναι η πτώση των πρωτόπλαστων. Η κυριαρχία του όμως δεν είναι πια ακαταμάχητη, γιατί η βασιλεία του Θεού είναι ήδη «πραγματικότης εν Χριστώ». Όπως στην Παλαιά Διαθήκη και ιδιαίτερα στην περίπτωση του Ιώβ, έτσι επιχειρεί πάντοτε να χωρίσει τον άνθρωπο από τον Θεό, αλλά η ενέργειά του αυτή βρίσκει όλο και πιο ανυπέρβλητα εμπόδια, εφόσον η βασιλεία του Θεού εισχωρεί στις ψυχές και τις κερδίζει υπέρ του νόμου της καλοσύνης και της αγάπης. Ο δ., λοιπόν, έχει εκθρονιστεί από το αξίωμα του κατήγορου, καθώς η κρίση των ανθρώπων έχει περιέλθει στη δικαιοδοσία του Χριστού. Παρ’ όλα αυτά ο δ. ενεργεί ακόμα, μόνο όμως ως αντίθετος (παράδειγμα οι πειρασμοί του Χριστού στην έρημο), ενώ ο χρόνος της βασιλείας του είναι σύντομος. Η έλευση της βασιλείας του Θεού σημαίνει το τέλος της εξουσίας του. Η πίστη αυτή αρχικά συνδέθηκε με την πεποίθηση των πρώτων χριστιανών ότι το τέλος του κόσμου ήταν κοντά.
Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο δ. ήταν άγγελος, δημιούργημα του Θεού, που εξέπεσε από το αξίωμά του μετά από θεληματική ανταρσία και παρακοή του θελήματος του Θεού. Στην πτώση του αυτή παρέσυρε και άλλους αγγέλους, οι οποίοι από τότε τον υπακούουν. Ο δ., λοιπόν, δεν υπήρξε κακό δημιούργημα του Θεού, επομένως αίτιος του κακού δεν είναι ο Θεός, ούτε δύναμη του κακού που υπήρχε εκτός του Θεού, γεγονός που θα οδηγούσε στην αποδοχή του δυϊσμού (δύο αρχές, του καλού και του κακού). O δ. με τη θέλησή του παρέμεινε πιστός στο κακό και προσπαθεί από τότε με κάθε τρόπο να παρασύρει τον άνθρωπο, του οποίου η θέληση, εφόσον ακόμα ζει πάνω στη Γη, δεν είναι αμετάθετη και αμετακίνητη από τα αγαθά.
Οι λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες και η λογοτεχνία, γενικά, αποδίδουν στον δ. πολλές και διάφορες δυνάμεις, όπως για παράδειγμα τη δυνατότητα να προξενεί θύελλες και κατακλυσμούς ή να εισχωρεί στο ανθρώπινο σώμα και να προκαλεί επιληψία και διανοητικές ασθένειες. Αλλού πάλι δεν προφέρουν τη λέξη δ. αλλά χρησιμοποιούν μεταφορικά ονόματα (εχθρός, αντίδικος, πειρασμός, τρισκατάρατος, έξω αποδώ κλπ.) από φόβο μήπως, προφέροντας το όνομά του, προκαλέσουν την εμφάνισή του. Ο λαός πιστεύει ακόμα ότι τον δ. μπορούν να τον επικαλεστούν όχι μόνο οι μάγοι αλλά και κοινοί θνητοί, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, όπως μαγικές φράσεις και κινήσεις. Στις δοξασίες και στους μύθους ο δ. συχνά παρουσιάζεται με τη μορφή ωραίας γυναίκας ή καβαλάρη. Άλλοτε πάλι, με φανερά διδακτικό σκοπό, παριστάνεται ως τέρας με σώμα μισό ανθρώπου και μισό ζώου, ως δράκος ή φίδι. Η προστασία από την ενέργεια του διαβόλου γίνεται με τα χριστιανικά σύμβολα και τους εξορκισμούς.
Ο λαός εξάλλου χρησιμοποιεί και το αλάτι. Η εκκλησία εξορκίζει με το σημείο του σταυρού, με τον αγιασμό και με προσευχές.
Οι απεικονίσεις του διαβόλου που βασανίζει τους καταδικασμένους, όπως το έργο αυτό του Πολ ντε Λιμπούργκ, είναι συχνό θέμα στη θρησκευτική ζωγραφική του Μεσαίωνα (Μουσείο Κοντέ, Σαντιγί).
II
Ονομασία διαφόρων ψαριών με άσχημη όψη και κερατοειδείς σχηματισμούς στο κεφάλι, όπως η πεσκανδρίτσα ή λοφίας και η μοβούλι. Δ. της Τασμανίας ονομάζεται και ένα μαρσιποφόρο σαυροειδές θηλαστικό, γνωστό επίσης και με την ονομασία μολώχ ο απαίσιος.
* * *
και διάολος, ο (θηλ. διαβόλισσα, η) (AM διάβολος)
1. ο Σατανάς, ο Εωσφόρος, ο αρχηγός τών πονηρών πνευμάτων, ο οποίος διέβαλε τον Θεό στον άνθρωπο και κατέστρεψε τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ Θεού και ανθρώπων
2. άνθρωπος ευφυέστατος, διαβολεμένος, τετραπέρατος, σκώπτης, ζωηρός, ευφυολόγος
3. κακεντρεχής, μοχθηρός
4. συκοφάντης
5. (θηλ. διαβόλισσα) α) η γυναίκα τού διαβόλου
β) γυναίκα τετραπέρατη, παμπόνηρη
6. φρ. α) «πάει κατά διαόλου» — πηγαίνει για τον όλεθρο, για τον χαμό
β) «τόν έχει πάρει ο διάολος» — έχει χάσει κάθε δυνατότητα ζωής (οικονομικής ή άλλης)
γ) «είναι διάολος με κέρατα» ή «είναι διάολος μεταμορφωμένος» — είναι άνθρωπος με φοβερές ικανότητες ή είναι άνθρωπος κακεντρεχής ή μοχθηρός
δ) «κάθεται στού διαόλου τη μάνα» — κατοικεί πολύ μακριά
ε) (ως κατάρα) «στο διάολο», «κατά διαβόλου», «στού διαόλου τη μάνα», «να σέ πάρει ο διάβολος» — στ) «ανάβει ένα κερί στον Θεό κι ένα στον διάβολο» — οι πράξεις του είναι άλλοτε καλές, άλλοτε κακές
ζ) «τόν έχω στού διαόλου το κατάστιχο» — τόν απεχθάνομαι και καμιά υπόληψη δεν τρέφω γι' αυτόν
η) «βρήκα το διάολο μου» — βρήκα τον μπελά μου
θ) «ο διάολος να σκάσει, θα τό κάνω» — θα κάνω αυτό που θέλω, οτιδήποτε κι αν συμβεί
ι) «είναι κάλτσα τού διαβόλου» ή «έχει τον διάολο μέσα του» — είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος
ια) «είναι για το διάολο πεσκέσι» — είναι τελείως άχρηστος
7. α) (ως επιφώνημα εκπλήξεως) διάβολε! β) (ως επιφώνημα απορίας, καταπλήξεως) «Τί διάολο!» ή «πού στο διάολο!»
8. (σε παροιμίες) α) «έσπασε ο διάολος το ποδάρι του» — φάνηκε η τύχη ανέλπιστα ευνοϊκή
β) «ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια» — δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ατυχήματος, οποιεσδήποτε προφυλάξεις κι αν πάρει κανείς
γ) «ούτε τον διάολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις» — απόφευγε τους κακούς, έστω κι αν έχεις τη δύναμη να τους κάνεις αβλαβείς
δ) «τά 'φερε ο διάολος κι η σκούφια τού Μιχάλη» — συρροή περιστατικών ή απροσδόκητη σύμπτωση
ε) «απ' τού διαόλου την αυλή μήτε ερίφι μήτε αρνί» — απόφευγε κάθε δοσοληψία με κακόπιστους και πονηρούς
αρχ.
1. συκοφαντικός, κακολόγος
2. ως ουσ. συκοφάντης
3. το ουδ. ως ουσ. α) διάβολον
η εχθρότητα, το μίσος, η δυσμένεια
β) (και με άρθρο) το διάβολον
η τάση για διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διαβάλλω «συκοφαντώ». Η αρχική σημασία τής λ. είναι «συκοφάντης, εχθρός», αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον Σατανά*, απ' όπου συνεκδοχικά σήμανε και τον ευφυή, τετραπέρατο άνθρωπο. Οι περισσότερες από τις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες χρησιμοποιούν για τη σημασία «διάβολος» τύπους που προήλθαν από την ελλ. λ. διάβολος και εισήχθησαν σ' αυτές μέσω της λατ. diabolus (πρβλ. γαλλ. diable, αγγλ. devil, ισπ. diablo, ιταλ. diavolo, γερμ. Teufel). Η λ. διάβολος ως α' συνθετικό (διάβολο-) χρησιμοποιείται σε πολλά σύνθετα της Νέας Ελληνικής.
ΠΑΡ. διαβολικός
νεοελλ.
διαβολάκι, διαβολάκος, διαβολιά, διαβολίζω, διαβολικότης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. διαβολάνθρωπος, διαβολογυναίκα, διαβολόκαιρος, διαβολοκόριτσο, διαβολομάζωμα, διαβολόπαιδο, διαβολοπόνηρος, διαβολοσκόρπισμα, διαβολόσπερμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάβολος — διάβολος, ο και διάολος, ο 1. το πνεύμα του πονηρού, ο Σατανάς: Ο διάβολος σε βάζει σε πολλούς πειρασμούς. 2. άνθρωπος κακός, μοχθηρός και πονηρός: Πήρε διαζύγιο, γιατί ο άντρας της ήταν σωστός διάβολος. 3. άνθρωπος πανέξυπνος, πανούργος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάβολος — slanderous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • διαβολώτατον — διάβολος slanderous masc acc superl sg διάβολος slanderous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόλω — διάβολος slanderous masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάβολος slanderous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόλως — διάβολος slanderous adverbial διάβολος slanderous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβολον — διάβολος slanderous masc/fem acc sg διάβολος slanderous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Диавол — (διάβολος клеветник, обольститель). Под этим именем подразумеваются падшие духи, иначе называемые: злыми или духами злобы (Лук. 8, 2. Еф. 6, 12. Деян. 19, 13 15), нечистыми (Матф. 12, 43 45), бесами (Матф. 12, 24 28. Map. 16, 17. Иоан. 2, 19),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Диавол (религ.) — (διάβολος κлеветник, обольститель). Под этим именем подразумеваются падшие духи, иначе называемые: злыми, или духами злобы (Лук. 8, 2. Еф. 6, 12. Деян. 19, 13 15), нечистыми (Матф. 12, 43 45), бесами (Матф. 12, 24 28. Map. 16, 17. Иоан. 2, 19),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • διαβόλοις — διάβολος slanderous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”